ὁμολογήσαιτε

ὁμολογήσαιτε
ὁμολογέω
to be
aor opt act 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”